- άζαλος
- (I)-η, -ο [ζάλη]αυτός που δεν ζαλίζεται, συνήθως σε τρικυμία.————————(II)ομικρός μοχλός, με τον οποίο σφίγγεται ή χαλαρώνεται το κυλινδρικό ξύλο (το αντί*) τού υφαντουργικού ιστού (αργαλειού), πάνω στο οποίο τυλίγεται το ύφασμα που υφαίνεται.
Dictionary of Greek. 2013.